προσκαλεσμένος

προσκαλεσμένος
η , ο см. προσκεκλημένος

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "προσκαλεσμένος" в других словарях:

  • προσκαλώ — προσκαλῶ, έω, ΝΑ, και προσκαλάω και προσκαλνώ Ν [καλῶ] καλώ κάποιον να έλθει σ εμένα, τόν φωνάζω, τού παραγγέλλω να έλθει ή να μεταβεί κάπου (α. «φίλοι τούς επροσκάλεσαν, τούς είχανε τραπέζι», δημ. τραγούδι β. «με τη σιγαλή λαλιά τον ήλιο… …   Dictionary of Greek

  • Πουσέν, Νικολά — (Poussin, Λεζ Αντελί 1594 – Ρώμη 1665). Γάλλος ζωγράφος. Από πολύ νεαρή ηλικία ασχολήθηκε με τη ζωγραφική, πρώτα στο χωριό του με δάσκαλο τον Κεντέν Βαρέν, ύστερα στο Παρίσι όπου εγκαταστάθηκε το 1612 και μαθήτευσε κοντά στον Φερντινάν Ελ και… …   Dictionary of Greek

  • Συρίγος, Μελέτιος — Ιεροκήρυκας και συγγραφέας (Χάνδακας Κρήτης 1586 Κωνσταντινούπολη 1664). Μαθητής του Μελέτιου Βλαστού στο σιναϊτικό μετόχι του Χάνδακα (Ηρακλείου) και του Θεόφιλου Κορυδαλλέα στη Βενετία (γύρω στα 1610), σπουδαστής της ιατρικής στο πανεπιστήμιο… …   Dictionary of Greek

  • Υψηλάντης — I Επώνυμο παλιάς και αρχοντικής φαναριώτικης οικογένειας, γνωστής κυρίως για τη δράση της στη Μολδοβλαχία και τον ηγετικό της ρόλο στην Επανάσταση του 1821. Η προέλευση της ήταν από την Τραπεζούντα και οι παραδόσεις μιλούν για μερικά μέλη της που …   Dictionary of Greek

  • προσκαλούμαι — προσκαλούμαι, προσκλήθηκα, προσκαλεσμένος και προσκεκλημένος βλ. πίν. 163 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • κλητός, -ή — ό ο καλεσμένος, ο προσκαλεσμένος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • προσκαλώ — προσκάλεσα, προσκαλέστηκα και προσκλήθηκα, προσκαλεσμένος, καλώ κάποιον να έρθει, κράζω, φωνάζω να έρθει για κάποιο σκοπό: Είχαμε πολλούς προσκαλεσμένους στη σχολική γιορτή …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»